- εἰδωλοποιητής
- εἰδωλο-ποιητής, οῦ, ὁ,A seer of phantoms, θεῶν ἢ νεκρῶν Vett. Val.112.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ειδωλοποιητής — εἰδωλοποιητής, ο (Α) αυτός που βλέπει είδωλα, φαντάσματα … Dictionary of Greek
εἰδωλοποιητάς — εἰδωλοποιητά̱ς , εἰδωλοποιητής seer of phantoms masc acc pl εἰδωλοποιητά̱ς , εἰδωλοποιητής seer of phantoms masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)